- πόλινδε
- πόλινδε, Adv.A into or to the city, Il.5.224, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόλινδε — into indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλινδε — Α επίρρ. στην πόλη ή προς την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλιν τού πόλις + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πολεμόν δε)] … Dictionary of Greek
πόλινδ' — πόλινδε , πόλινδε into indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek